άφαντος

άφαντος
-η, -ο
1. (από το στερητ. α + φαίνομαι), αυτός που δε φαίνεται, που εξαφανίστηκε: Εδώ και ένα χρόνο έγινε άφαντος.
2. (από το στερητ. α + (υ)φαίνω), αυτός που δεν υφάνθηκε: Το πανί στεκόταν στον αργαλειό άφαντο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἄφαντος — made invisible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άφαντος — η, ο (AM ἄφαντος, ον) 1. αυτός που εξαφανίστηκε 2. αφανής, αόρατος 3. αφανής, άσημος νεοελλ. 1. απρεπής, αταίριαστος 2. ανόητος, απερίσκεπτος αρχ. 1. ασαφής, σκοτεινός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἄφαντα μυστικά, κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. +… …   Dictionary of Greek

  • Ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. — ἒφιππος καὶ πεζός, ἄφαντος συνοδία. См. Пеший конному не товарищ …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἄφαντον — ἄφαντος made invisible masc/fem acc sg ἄφαντος made invisible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντοις — ἄφαντος made invisible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντου — ἄφαντος made invisible masc/fem/neut gen sg ἀ̱φάντου , ἀφαντόω make imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀφαντόω make pres imperat act 2nd sg ἀφαντόω make imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντους — ἄφαντος made invisible masc/fem acc pl ἀ̱φάντους , ἀφαντόω make imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀφαντόω make imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφάντων — ἄφαντος made invisible masc/fem/neut gen pl ἀ̱φάντων , ἀφαντόω make imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱φάντων , ἀφαντόω make imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀφαντόω make imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀφαντόω make imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφαντα — ἄφαντος made invisible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄφαντοι — ἄφαντος made invisible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”